- ὑψώματος
- ὕψωμαelevationneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
Αφαία — Θεά που λατρευόταν στην Αίγινα. Σύμφωνα με τον σχετικό μύθο, δημιούργημα των ύστερων χρόνων της αρχαιότητας, ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας ερωτεύτηκε τη Δίκτυννα (ή Βριτόμαρτι) και την καταδίωκε επίμονα. Εκείνη για να γλιτώσει έπεσε στη θάλασσα.… … Dictionary of Greek
άνοδος — Το θετικό ηλεκτρόδιο ενός ηλεκτρολυτικού στοιχείου, θερμοηλεκτρονικής λυχνίας και γενικά κάθε διάταξης μέσα στην οποία περνά ηλεκτρικό ρεύμα από ένα υγρό ή αέριο. * * * (I) άνοδος, ον (Α) ο τόπος που δεν έχει δρόμο ή πέρασμα. (II) η (AM ἄνοδος) 1 … Dictionary of Greek
ανάπλαγος — και ανάπλαος, η, ο [πλάγι] αυτός που βρίσκεται στα πλάγια βουνού ή υψώματος … Dictionary of Greek
διάσελλο — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 105 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
ελέα — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Θεσπρωτίας, χτισμένη τον 5o αι. π.Χ. Φαίνεται ότι πήρε την ονομασία της από το έλος που υπήρχε κοντά της. Στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της φαίνεται ότι αποτελούσε το πολιτικό κέντρο του Κοινού των… … Dictionary of Greek
πρανής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που είναι προς τα εμπρός ή προς τα κάτω κεκλιμένος, κατηφορικός, κατωφερής 2. (το ουδ. εν. και πληθ.) το πρανές και τα πρανή (γεωγρ·) η κλιτύς, η πλαγιά λόφου ή όρους νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. στρ. η ομαλή πέρα από την τάφρο… … Dictionary of Greek
πρόπους — οδος, ο, ΝΜΑ 1. σχοινί που χρησιμοποιείται ιδίως για τον χειρισμό τών ιστίων, πανιών κατά την πλαγιοδρομία ενός ιστιοφόρου πλοίου, αλλ. μούρα ή κούντρα 2. συν. στον πληθ. οι πρόποδες το κατώτερο μέρος υψώματος που συνδέει τις κλιτύς, τις πλαγιές … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek